Τσίμπα

Τσίμπα
Πόλη (περ. 788.930 κάτ.) της Ιαπωνίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στο νησί Χονσού, σε απόσταση 30 χλμ. από το Τόκιο και αποτελεί θαυμάσια λουτρόπολη. Άκμαζε ήδη από τον 12o έως τον 16o αι., στη συνέχεια έγινε χωριό ψαράδων, για να αναπτυχθεί και πάλι ως εμπορικό, βιομηχανικό κέντρο (βιομηχανίες τροφίμων, κονσερβοποιίες, υφαντουργία, ξυλεία) χάρη στη γειτνίασή της με την ιαπωνική πρωτεύουσα. Ο ομώνυμος νομός έχει έκταση 5.151 τ. χλμ. και πληθυσμό που ξεπερνά τους 5.392.000 κατ. Εκτείνεται στο κεντροανατολικό τμήμα του νησιού Χονσού και περιλαμβάνει τη χερσόνησο του Μπόσο στα B, που φτάνει έως τον ρου του ποταμού Τόνε. Η περιοχή, εξαιρετικά πεδινή, έχει δοθεί σε καλλιέργειες (ρύζι, σιτάρι, λαχανικά και φρούτα). Ανεπτυγμένη είναι επίσης και η αλιεία, ενώ οι βιομηχανίες είναι συγκεντρωμένες στην πρωτεύουσα και τις πόλεις Φουναμπάσι, Ικικάβα, Ματσούντο και Κασίβα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρδιοκολάπτης — καρδιοκολάπτης, ὁ (Μ) αυτός που τσιμπά την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κολάπτης (< κολάπτω «τσιμπώ, πελεκώ»), πρβλ. δρυ κολάπτης, κρανο κολάπτης] …   Dictionary of Greek

  • νυγματώδης — νυγματώδης, ῶδες (Α) [νύγμα] 1. αυτός που μοιάζει με νύγμα («ἡ τῆς καρδίας πήδησις πυκνὴ καὶ νυγματώδης», Αριστοτ.) 2. αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με τσίμπημα, με κέντρισμα («νυγματώδης πόνος»). επίρρ …   Dictionary of Greek

  • πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • ακαλήφες — Οι υδρομέδουσες. Άλλες έχουν σχήμα δίσκου, άλλες καμπάνας και άλλες σωληνωτό. Το σώμα τους έχει χρώμα γαλάζιο και τα πεπτικά όργανα τους αποτελούνται από λεπτές κλωστές, που βρίσκονται μέσα στη γαστρική κοιλότητά τους και ονομάζονται γαστρικές… …   Dictionary of Greek

  • Τσίμπτσα — (Chibcha). Ομάδα λαών της Αμερικής, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένοι από την Κόστα Ρίκα έως το Περού και αποτελούν ακόμα και σήμερα, προπάντων στην Κολομβία, το εθνικό υπόστρωμα των περιοχών αυτών. Οι Τ. έγιναν γνωστοί στην Ευρώπη από τον θρύλο του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”